- πτίλο
- το / πτίλον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψίλον Ατο πούπουλο (α. «πτίλαπτερά απαλά», Ησύχ.β. «πτίλον κύκνειον», Σοφ.)αρχ.1. το χνούδι, τα πρώτα γένια στο πρόσωπο νεαρού ατόμου2. τα φτερά τού λοφίου τής περικεφαλαίας3. η φτερούγα τών εντόμων4. πληθ. τὰ πτίλατα πανιά τού πλοίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πτ-ίλον έχει σχηματιστεί από θ. πτ- τής μηδενισμένης βαθμίδας τής ρίζας πετ-/ πετᾱ- τού πέτομαι* (πρβλ. πτ-ερόν, ἐ-πτ-όμην) με το υποκορ. επίθημα -ιλο-ν (πρβλ. φάγ-ιλο-ς: ἔ-φαγ-ον). Η άποψη ότι η λ. προέρχεται από το λατ. pilus «μαλλιά» δεν θεωρείται πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.